πρηγορεών

πρηγορεών
πρηγορεών
crop
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρηγορεών — και πρηγορών και προηγορεών, ῶνος, β, Α 1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα 2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός τού Κλέωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ ηγορεών, με έκθλιψη τού ο ή κράση τών οη , πρβλ. προ… …   Dictionary of Greek

  • πρηγορεῶνα — πρηγορεών crop masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηγορεῶνας — πρηγορεών crop masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηγορεῶνι — πρηγορεών crop masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηγορεῶνος — πρηγορεών crop masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… …   Dictionary of Greek

  • πρηνής — ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α (κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν… …   Dictionary of Greek

  • προηγορεών — ῶνος, ὁ, Α βλ. πρηγορεών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”